- ξυστηρίδιον
- ξυστ-ηρίδιον, τό, Dim. of foreg., Phryn.PSp.88B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυστηρίδιον — ξυστηρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ξυστήρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. λουτηρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ξυστηρίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)